αβάντσο

αβάντσο
το
1) аванс;

παίρνω αβάντσο — брать, получать аванс;

2) барыш, выгода;
3) прибавка (жалованья); 4) фора (в игре)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αβάντσο" в других словарях:

  • Αβάντσο, Τζιάκοπο — (Jacopo Avanzo, β’ μισό 14ου αι.) .Ιταλός ζωγράφος. Υπήρξε μαθητής του ιδρυτή της σχολής της Βερόνας Αλτικιέρο και συνεργάτης του στις νωπογραφίες των παρεκκλησιών του Αγίου Ευτυχούς (1379) και του Αγίου Γεωργίου (1384) στην Πάντοβα …   Dictionary of Greek

  • αβάντζα — και ντσα, η και αβάντσο και ντζο, το 1. πλεονέκτημα, κέρδος, αβάντα 2. προκαταβολή 3. φρ. «πάμε αβάντζο» συνηθίζεται στα χαρτιά, το μπιλιάρδο ή το τάβλι, όταν οι παίχτες ζητούν παράταση σε παιχνίδι που έληξε χωρίς αποτέλεσμα ή νικητή. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αβάντσα — η και αβάντσο, το βλ. αβάντζα …   Dictionary of Greek

  • προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι …   Dictionary of Greek

  • Τζιότο ντι Μποντόνε — (Giotto di Bondone, Κόλε ντι Βεσπινιάνο, Φλωρεντία 1266 – Φλωρεντία 1337). Ιταλός ζωγράφος, ψηφιδογράφος και αρχιοικοδόμος. Μαθητής του Τσιμαμπούε, τον οποίο (όπως αναφέρει η παράδοση και ο ίδιος ο Δάντης σε ένα περίφημο κομμάτι του Καθαρτηρίου)… …   Dictionary of Greek

  • Φέρστερ, Ερνέστος — (Forster, 1800 – 1889). Γερμανός ζωγράφος και κριτικός της τέχνης. Ανακάλυψε στην Πάντοβα και αποκατάστησε τις νωπογραφίες του Αβάντσο στον καθεδρικό ναό του Aγίου Γεωργίου. Τα σπουδαιότερα έργα του τιτλοφορούνται: Ιστορία της γερμανικής τέχνης… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»